- χρυσοφορώ
- χρυσοφορῶ, -έω, ΝΜΑ [χρυσοφόρος]φορώ χρυσά κοσμήματα ή χρυσοποίκιλτη στολή (α. «νύφη χρυσοφορεμένη» β. «ἐν πολέμῳ, ἔνθα σιδηροφορεῑν μᾱλλον ἢ χρυσοφορεῑν ἄμεινον ἦν», Λουκιαν.γ. «μηδὲ τὰς γυναῑκάς σφι χρυσοφορήσειν», Ηρόδ.)μσν.μεταφέρω χρυσό («χρυσοφορῶν ὄνος», Λαπίθ.)αρχ.1. πληρώνω φόρο σε χρυσό2. (γενικά) καταβάλλω χρηματικό φόρο3. φρ. «ἰχθύς... χρυσοφορέων» — ψάρι με χρυσίζοντα λέπια (Λουκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.